- ἐπικατορύσσω
- ἐπι-κατ-ορύσσω, noch dazu begraben
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
επικατορύσσω — ἐπικατορύσσω (AM) θάβω επί πλέον («ἵνα καὶ αὐτὸς ζῶν ἐπικατορυγῇ», Μιχ. Ακομ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κατ ορύσσω «σκάβω, θάβω»] … Dictionary of Greek